-
1 keşfedilme
ανακάλυψη, ανίχνευση -
2 keşfetme
ανακάλυψη, ανίχνευση, εξερεύνηση -
3 discovery
ανακάλυψη -
4 открытие
открытие с 1) (музея, выставки и т. п.) τα εγκαίνια* τα αποκαλυπτήρια (памятника) 2) (собрания и т. п.) η έναρξη 3) (научное) η ανακάλυψη* * *с1) (музея, выставки и т. п.) τα εγκαίνια; τα αποκαλυπτήρια ( памятника)2) (собрания и т. п.) η έναρξη3) ( научное) η ανακάλυψη -
5 открытие
-я ουδ.1. άνοιγμα•запечатанного ящика άνοιγμα του σφραγισμένου κιβωτίου.
|| έναρξη•открытие огня по неприятелю άνοιγμα πυρός κατά του εχθρού•
открытие выставки άνοιγμα της έκθεσης.
|| αποκαλυπτήρια•открытие памятника αποκαλυπτήρια μνημείου, ανδριάντα.
2. ανακάλυψη•научное открытие επιστημονική ανακάλυψη.
-
6 научный
επιστημονικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > научный
-
7 нахождение
(действие) η εύρεση, η ανακάλυψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нахождение
-
8 обнаружение
ο εντοπισμός, η εντόπιση, η αποκάλυψη, η εύρεση, η ανακάλυψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обнаружение
-
9 открытие
1. (освобождение от чего-л. закрывающего) το άνοιγμα 2. (обнаружение) η ανακάλυψη, η εφεύρεση 3. (обнародование) η γνωστοποίηση, η δημοσιοποίηση 4. (начало существования, деятельности) η έναρξη, τα εγκαίνια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытие
-
10 появление
1. (зрительное восприятие) η παρουσία, η εμφάνιση 2. (возникновение) η εμφάνιση, η ανάδυση 3. (событие, случай) το συμβάν, το γεγονός 4. (чего-л. в результате открытия, изобретения) η ανακάλυψη, η ανάδυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > появление
-
11 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
12 изобретатьение
изобретать||ениес ἡ ἐφεύρεση [-ις], ἡ ἀνακάλυψη [-ις], ἡ ἐπινόηση [-ις]. -
13 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
14 обнаружение
обнару́ж||ениес (преступления и т. п.) ἡ ἀνακάλυψη [-ις], ἡ ἀποκάλυψη [-ις], τό ξεσκέπασμα, τό φανέρωμα. -
15 открытие
открытиес1. (действие) ἡ ἐναρξη [-ις], τό ἀνοιγμα / ἡ ἐγκαινίαση [-ιςί, τά ἐγκαίνια (выставки, магазина и т. п.)/ τά ἀποκαλυπτήρια (памятника и т. п.):\открытие конференции (фестиваля) ἡ ἔναρξη τής συνδιασκέψεως (τοῦ φεστιβάλ)· \открытие кредита фин. τό ἄνοιγμα πιστώσεως·2. (научное) ἡ ἀνακάλυψη [-ις]/ ἡ ἐφεύρεση [-ις] (изобретение). -
16 breakthrough
noun (a sudden solution of a problem leading to further advances, especially in science.) επαναστατική ανακάλυψη -
17 discovery
plural - discoveries; noun a voyage of discovery; She made several startling discoveries.) ανακάλυψη -
18 strike
1. past tense - struck; verb1) (to hit, knock or give a blow to: He struck me in the face with his fist; Why did you strike him?; The stone struck me a blow on the side of the head; His head struck the table as he fell; The tower of the church was struck by lightning.) χτυπώ2) (to attack: The enemy troops struck at dawn; We must prevent the disease striking again.) επιτίθεμαι,πλήττω3) (to produce (sparks or a flame) by rubbing: He struck a match/light; He struck sparks from the stone with his knife.) χτυπώ κι ανάβω4) ((of workers) to stop work as a protest, or in order to force employers to give better pay: The men decided to strike for higher wages.) απεργώ5) (to discover or find: After months of prospecting they finally struck gold/oil; If we walk in this direction we may strike the right path.) ανακαλύπτω6) (to (make something) sound: He struck a note on the piano/violin; The clock struck twelve.) βγάζω ήχο,σημαίνω(την ώρα),χτυπώ7) (to impress, or give a particular impression to (a person): I was struck by the resemblance between the two men; How does the plan strike you?; It / The thought struck me that she had come to borrow money.) δίνω την εντύπωση,φαίνομαι8) (to mint or manufacture (a coin, medal etc).) κόβω(νόμισμα,μετάλλιο)9) (to go in a certain direction: He left the path and struck (off) across the fields.) κατευθύνομαι10) (to lower or take down (tents, flags etc).) κατεβάζω2. noun1) (an act of striking: a miners' strike.) απεργία2) (a discovery of oil, gold etc: He made a lucky strike.) ανακάλυψη•- striker- striking
- strikingly
- be out on strike
- be on strike
- call a strike
- come out on strike
- come
- be within striking distance of
- strike at
- strike an attitude/pose
- strike a balance
- strike a bargain/agreement
- strike a blow for
- strike down
- strike dumb
- strike fear/terror into
- strike home
- strike it rich
- strike lucky
- strike out
- strike up -
19 strike oil
(to find oil under the ground: After drilling for several months, they finally struck oil; We've struck oil (= found what we have been looking for) in our search for a suitable house.) ανακαλύπτω πετρέλαιο/κάνω σπουδαία ανακάλυψη -
20 обнаружение
[αμπναρουζένιιε] ουσ. ο. ανακάλυψη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακάλυψη — η αποκάλυψη, φανέρωμα: Η ανακάλυψη των νόμων της παγκόσμιας έλξης είναι έργο του Νεύτωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακάλυψη — Η δημιουργία γνώσης για κάτι που υπάρχει, αλλά είναι άγνωστο. Η εύρεση μιας νέας χώρας, ενός νέου χημικού νόμου, ενός νέου γαλαξία. Οι πρώτοι εξερευνητές που αναφέρονται στην ιστορία ήταν Αιγύπτιοι ναυτικοί που ανακάλυψαν τις ακτές της Ερυθράς… … Dictionary of Greek
Ανακάλυψη των σωματιδίων — Τα άτομα, που συμπεριφέρονται ως αδιαίρετα σ. στα χημικά φαινόμενα, παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα τους στα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα. Κάθε άτομο αποτελείται πράγματι από ένα πυρήνα, που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και ο οποίος περιβάλλεται… … Dictionary of Greek
ἀνακαλύψῃ — ἀνακαλύπτω uncover aor subj mid 2nd sg ἀνακαλύπτω uncover aor subj act 3rd sg ἀνακαλύπτω uncover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кандия, Педро де — Педро де Кандия греч. Πέδρο δε Κάνδια … Википедия
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
χρυσοχοΐα — Η λέξη αρχικά σήμαινε την κατεργασία του χρυσού για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Η έλλειψη όμως και η ακρίβεια του πολύτιμου αυτού μετάλλου ανάγκασαν τους τεχνίτες να επιδοθούν και στην κατεργασία του ασημιού, στις αρχές μάλιστα του 19ου… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… … Dictionary of Greek